μελισσονόμιον

μελισσονόμιον
μελισσονόμιον, τὸ (Μ) [μελισσονόμος]
φόρος που πλήρωναν όσοι διατηρούσαν μελίσσια και είχαν παραγωγή μελιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”